ίυγξ

ίυγξ
Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Πάνα και της Ηχούς. Ήταν θεράπαινα της κόρης του Ινάχου, Ιούς, και έμπειρη σε φάρμακα και μαγείες που υποδαύλιζαν τον έρωτα, τα οποία χρησιμοποίησε για να προσελκύσει το ενδιαφέρον του Δία για την Ιώ. Σύμφωνα με την παράδοση, η Ήρα τη μεταμόρφωσε σε σουσουράδα, όταν έμαθε πως ξελόγιασε τον Δία. Μια άλλη παράδοση υποστηρίζει ότι ήταν πτηνό της θεάς Αφροδίτης, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι μάγισσες.
* * *
ἴυγξ, -γγος, ὁ, ἡ (Α)
1. το πτηνό σεισοπυγίς, η σουσουράδα
2. (ειδ.) άγνωστο πτηνό, πιθ. η σεισοπυγίς
3. μτφ. ο μαγικός τροχός («ἕλκομαι ἴυγγι ἦτορ» — αισθάνομαι έλξη στην καρδιά μου σαν από μαγικό τροχό, Πίνδ.)
4. μτφ. μαγεία, γοητεία, μαγικό φίλτρο («τῆ σῆ ληφθέντες ἴυγγι», Αριστοφ.)
5. σφοδρή επιθυμία, πόθος ή, κατ' άλλη ερμ., θλιβερή ανάμνηση, καημός
6. στον πληθ. αἱ ἴυγγες
ονομασία χαλδαϊκών θεοτήτων
7. φρ. «σῡριγξ μονοκάλαμος» — αυλός με ένα καλάμι (Μέγα Ετυμολογικόν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰύζω + επίθημα -γξ, -γγος το οποίο εμφανίζεται συχνά σε ονομασίες πτηνών και μουσικών οργάνων (πρβλ. πῶυ-γξ, σάλπι-γξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἴυγξ — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴυγξ — wryneck fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰύγγων — ἴυγξ wryneck fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴυγγα — ἴυγξ wryneck fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴυγγας — ἴυγξ wryneck fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴυγγες — ἴυγξ wryneck fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴυγγι — ἴυγξ wryneck fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴυγγος — ἴυγξ wryneck fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴυγξι — Ἴυγξ masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴυγξι — ἴυγξ wryneck fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”